Αρχιμηνιά κι' αρχιχρονιά κι' αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου
να τον καλησπερίσομεν αυτό το νιόν αφέντη
πέντε φορές αφέντεψε και πάλι αφέντης είναι
πέντε κρατούν το μαύρο του εννιά το χαλινάρι.
και δέκα τον παρακρατούν αφέντοι καβαλάροι
καβαλικεύει χαίρεται πεζεύνει καμαρώνει
κι' όπου πατήσει ο μαύρος του πηγάδια θεμελιώνει
πηγάδια πετροπήγαδα κι' αυλές μαρμαρωμένες
μέσα σε κείνες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
σύρμα και σύρμα το λουρί και σύρμα το λογάδι
κι' είς τον άφρον του λογαδιού κοιμάται ο νιός αφέντης
αν τον ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
κι' αν τον ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μην μεθύσει
φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δέκα πέντε
κι' ένα κλαδί βασιλικό ίσως και τον ξυπνήσω.
Είπαμε δα τ' αφέντη μας να πούμε τσή κεράς μας
κερά ψιλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
κερά μ' όντέ θα στολιστείς να βάλεις τα καλά οου
τα μάρμαρα ραίζουνε από την ομορφιά σου
κερά μ' οντέ θα στολιστείς να πας στην εκκλλησία
βάζεις τση βάγιες απο μπρός τση βάγιες από πίσω
και του κοράκου το φτερό να μην σου δώσει ήλιος.
κερά την θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα και με τσή μυλωνάδες
γυρεύει αμπέλι ατρύγητα και με τσή τρυγητάδες
γυρεύει ελιές αμάζοχτες και με τσή μαζοχτάδες
γυρεύει και τον ουρανό τ' αστρη και το φεγγάρι
γυρεύει και τη θάλασσα μ' όλα της τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ βοριά για να τα τιμονάρει.
Είπαμε δα και τσή κεράς να πούμε και τσή βάγιας
'Αψε βαγίτσα το κερί άψε και το λιχνάρι
να μπαινοβγείς στην κάμαρα να δεις τί θα μας βγάλεις
Γι' απάκια για λουκάνικα γι' αυγά καθαρισμένα
γι' άπο την μαύρην όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι' αν τά κανε κι' ή γαλανή να γίνουν ζευγαράκι
γι' από τον γέρο πίθαρο καμιά σταλιά λαδάκι
γι' από τον γέρο βάρελο καμιά σταλιά κρασάκι
γι' από το σακουλάκι σας κανένα δεκαράκι
Αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα
(Ύστερ' άπο το φιλοδώρημα)
Έπα πού καλαντήσαμε καλά μας επληρώσαν
καλά να είν' τα έτη τους και τα ποδόματά τους
κι' αν έχουν θηλυκό παιδί καλή μοίρα να λάβει
του Βασιλέα τον υιόν άνδρα να τόνε πάρει
Πάλι κι' αν είν' αρσενικό στη σέλα καβαλάρης
να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάδι ,
να το μαζεύουν άρχοντες να κάνουν δακτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά παραμισίδια.
Καλή νύκτα σας και χρόνια πολλά
...Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι... Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην α΄ 1 – 17
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων· Οὗτος ἦν ὃν εἶπον, Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.